tune$85687$ - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tune$85687$ - translation to γερμανικά

OPERATION OF A DEVICE AT LESS THAN ITS RATED MAXIMUM CAPABILITY IN ORDER TO PROLONG ITS LIFE
De tune; De-Tune

tune      
n. Ton, Melodie
inner part         
  • thumb
  • Voice 1
  • Voice 2
  • Voice 3
  • Voice 4
  • thumb
  • thumb]]
  • thumb
  • thumb]]
LINEAR SUCCESSION OF MUSICAL TONES IN THE FOREGROUND OF A WORK OF MUSIC
Melodic; Melodies; Melodically; Melody (music); Melodic music; Tune (music); Song tune; Musical tune; Inner part; Outer part; Foreground (music); Horizontal (music); Line (melody); Vocal melody; Melodic line; Musical line
Innenteile
tune up         
COMPOSITION WRITTEN BY EDDIE VINSON AND POPULARIZED BY MILES DAVIS
Tune Up (Miles Davis composition); Tune-Up
Veränderung an einem Motor (eines Autos, Motorad, u.s.w.) um sicherzustellen das dieser besser läuft

Ορισμός

tune
I
n.
melody
1) to compose, write a tune
2) to hum; play; sing; whistle a tune (to play a tune on the piano)
3) to carry ('sing the notes of') a tune
4) a tune of, to (the tune to a song)
5) a catchy; lilting tune
6) in tune; out of tune (to sing in tune; she was playing out of tune)
7) to a tune (to dance to a tune)
agreement
8) in tune with (in tune with the times)
9) out of tune with
attitude
(colloq.)
10) to change one's tune
misc.
(colloq.)
11) to call the tune ('to be in command'); to sing a different tune ('to begin to act differently'); to the tune of ('approximately')
II
v. (d; tr.) to tune to (we tune dour sets to the local station)

Βικιπαίδεια

Derating

In electronics, derating is the operation of a device at less than its rated maximum capability to prolong its life. Typical examples include operations below the maximum power rating, current rating, or voltage rating.